EΡIΝYΕΣ
Κάθε πρωί που στον καθρέφτη σου ασπρίζω
μου το χρεώνεις που δεν έμεινα παιδί
θες να ξεχνάς πως είχε όπλα και τσεκούρια
τ’ άσπρο κρεβάτι που με κοίμιζες μικρή
Στους ξένους λες πως μ’ αγαπάς μα κοροϊδεύεις
μ’ έχεις θαμμένη χρόνια πίσω στην αυλή
πίνεις κονιάκ και μια κλεψύδρα γυροφέρνεις
να δεις ο χρόνος αν νικιέται με φυγή
Τίποτα άφθαρτο δεν έχω να σου δώσω
και τη ζωή σου αν την έζησες μισή
δε θα στη συμπληρώσω
Προχθές αργά σε μια σακούλα στα σκουπίδια
έβαλα μια ψυχή πέντε ημερών γατί
κι όπως το άφηνα στον πάτο με τραβούσε
λες κι είχε μέσα ανυπεράσπιστο παιδί
Γύρισα σπίτι, έκλεισα πόρτα και τον νου μου
μα από τον δρόμο ακουγόταν μια φωνή
ήταν σκυλιού, ήταν παιδιού, ήταν η δική του
ό,τι δεν μπόρεσα να σώσω, ακόμα ζει
Τίποτα άφθαρτο δεν έχω να σου δώσω
για μένα αιώνια είναι μόνο η ενοχή
και πώς να τη σκοτώσω