

TΟ ΚΟPΙTΣI ΜΕ ΤO ΡΥZΙ
Στο Κουκάκι ένα κορίτσι
έχει στην ψυχή του ρύζι
του χαμογελάς, σε θρέφει
του πετάς βρισιές, μαυρίζει
Αχ τι άτυχο κορίτσι
και βουβό και με στριγγλιά
πότε ουρλιάζει πότε κλαίει
μα ποτέ δεν τραγουδά
Κι όλο ψάχνει ένα χέρι
κάποιον να την οδηγεί
λες κι ολόκληρη θα σπάσει
άμα σπάσει η φωνή
Στο Κουκάκι μια γυναίκα
χρόνια ψάχνει τη φωνή της
κι όταν ο λαιμός την καίει
διαολίζεται η ψυχή της
Τα μικρόφωνα φοβάται
μην τυχόν μεγεθυνθεί
ο λυγμός, τ' ανάθεμά της
και κανείς σοκαριστεί
AΝIΜUS
Ο πατέρας στο σαλόνι
κι εγώ αόρατη μπροστά του
χίλια αγόρια μού πουλάνε
μια ματιά του
Ο πατέρας στο τραπέζι
κι εγώ λέω την προσευχή μου
αχ και ν' άκουγα ένα "μπράβο"
στη ζωή μου
Ο πατέρας στο κρεβάτι
κι εγώ φεύγω από το σπίτι
πάω να πέσω στην απάτη
κάθε αλήτη
Κι όμως έχω έναν άντρα παντοδύναμο
μαζί μου
που χαράζει στον καθρέφτη
με κραγιόν την προσευχή μου
ΝΤOMAΤEΣ ΓΕMΙΣTEΣ
Ντομάτες γεμιστές, φαΐ για καλοκαίρι
αν τις πετύχω λες θα μου κρατάς το χέρι
μα εγώ από παιδί σ'όλα δέκα με τόνο
κι όμως χάδι ποτέ δεν πήρα κι έχω πόνο
Κι αν πάντοτε σωστά τους τό 'βαζα τ' αλάτι
στο τέλος του καιρού μού γύρισαν την πλάτη
γι' αυτό, αν μ' αγαπάς, με πιάτα μη με μπλέκεις
κοίτα να με κρατάς και μην το περιπλέκεις
Κι αν πάλι δυσπιστείς πως νοιάζομαι για σένα
κι αν πάλι δυσπιστείς πως νοιάζομαι για σένα
κι αν πάλι δυσπιστείς πως νοιάζομαι για σένα
τι άλλο να σου πω, μπορείς να φας εμένα
ΥUΝAN
Ένα παιδί απ’τη Σεβίλλη
προχθές με φίλησε στα χείλη
έχω, λέει, γεύση από αλάτι
και μαύρο κάρβουνο στο μάτι
Με λένε greca και yunan
αλλά τις ρίζες μου ξεχνάν
γυναίκα έχω γεννηθεί
εμένα τόπος μου όλη η γη
Ένα παιδί από τ’Αλγέρι
προχθές με φίλησε στο χέρι
λέει πως στις φλέβες μου κυλάει
η Καλυψώ και τον μεθάει
Κι ένα κορίτσι από τη Σμύρνη
λέει πως η γλώσσα μου έχει μνήμη
δεμένης μάγισσας κραυγή
παρθένας μάνας προσευχή
ΓΕPΑΣAMΕ MΑZΙ
Αλλιώς απ' ό,τι περιμένεις
ζω στην Αθήνα του "εμείς"
παιδιά δεν έκανα ούτε φήμη
κι οι γάτες μ' άφησαν νωρίς
Τα βράδια βγαίνω κι ας κρυώνει
να κλέψω φρέσκια αναπνοή
στα μπαρ που χέρια σιγοκαίνε
ξαναζεσταίνω την πληγή
Κάπως γλιστρήσανε τα χρόνια
έφυγαν όλοι, μόνο εσύ
ξανθό αγόρι παραμένεις
χωρίς ρυτίδα ούτε ρωγμή
Κι όλο το σκέφτομαι μια μέρα
μια ξασπρισμένη σου εκδοχή
να βγω στον δρόμο ν' αγκαλιάσω
να πω "γεράσαμε μαζί"
EΡIΝYΕΣ
Κάθε πρωί που στον καθρέφτη σου ασπρίζω
μου το χρεώνεις που δεν έμεινα παιδί
θες να ξεχνάς πως είχε όπλα και τσεκούρια
τ’ άσπρο κρεβάτι που με κοίμιζες μικρή
Στους ξένους λες πως μ’ αγαπάς μα κοροϊδεύεις
μ’ έχεις θαμμένη χρόνια πίσω στην αυλή
πίνεις κονιάκ και μια κλεψύδρα γυροφέρνεις
να δεις ο χρόνος αν νικιέται με φυγή
Τίποτα άφθαρτο δεν έχω να σου δώσω
και τη ζωή σου αν την έζησες μισή
δε θα στη συμπληρώσω
Προχθές αργά σε μια σακούλα στα σκουπίδια
έβαλα μια ψυχή πέντε ημερών γατί
κι όπως το άφηνα στον πάτο με τραβούσε
λες κι είχε μέσα ανυπεράσπιστο παιδί
Γύρισα σπίτι, έκλεισα πόρτα και τον νου μου
μα από τον δρόμο ακουγόταν μια φωνή
ήταν σκυλιού, ήταν παιδιού, ήταν η δική του
ό,τι δεν μπόρεσα να σώσω, ακόμα ζει
Τίποτα άφθαρτο δεν έχω να σου δώσω
για μένα αιώνια είναι μόνο η ενοχή
και πώς να τη σκοτώσω
O MONΟΛOΓOΣ MΙAΣ ΔIΑTAΡAΧHΣ
Στο Ρετίρο, στη Μαδρίτη
μία Κυριακή πρωί
έπρεπε να μ’ είχα πνίξει
και να φύγω σιωπηλή
Μου ’μοιαζα βλέπεις μοιραία
πύρινη και παλαβή
κι όπως τα ’λεγα ωραία
μ’ερωτεύτηκα πολύ
Στο Τορίνο ή στη Σύρο
μια Δευτέρα βροχερή
έπρεπε να μ’ είχα δέσει
και να φύγω σιωπηλή
Μ’ άρεσα όμως φευγάτη
μία ξέγνοιαστη ψυχή
κι έτσι γύρισα τον κόσμο
κι έμαθα και ραπτική
Τώρα μέσα στην Αθήνα
μια γυναίκα με οργή
τι γυρεύω εγώ με μένα
μία φιλειρηνική;
Στη ζωή μου πρώτη μέρα
μια Παρασκευή γιορτή
έπρεπε να μ’ είχα σφάξει
και ας ζούσα μ’ ενοχή
XΩPΙΣ TΟ ΤOΞO ΣTΗN ΑPΕNΑ
Θέλω να με τρυπήσεις
βροχή να με ποτίσεις
πρώτα όμως θέλω τ’ όπλο
στο τραπέζι ν’ ακουμπήσεις
Θέλω να με περάσεις
βροχή να με κεράσεις
πρώτα όμως θέλω τ’ όπλο
στον αέρα να τ’ αδειάσεις
Κι εγώ...
Κι εγώ ν’αφήσω μόνο το κραγιόν
να βγάλω αργά τα ρούχα μου ένα ένα
να κάνω δυο στροφές κι ακόμα δυο
να μπω χωρίς το τόξο στην αρένα
Θέλω να με γκρεμίσεις
βροχή να με ποτίσεις
πρώτα όμως θέλω τ’ όπλο
προς τα εσένα να γυρίσεις
Θέλω. Θέλω. Κι εγώ.
EΞOΜOΛOΓHΣH ΜIAΣ ΑNΑΠAΝTΗTHΣ KΛHΣHΣ
Πήρα να πω ότι το σπίτι το δικό μας
έχει παράθυρα μεγάλα μα κλειστά
και μία πόρτα που δε λέει να κάνει βήμα μόνο τρίζει
από λουκέτα που νομίζει για κλειδιά
Πήρα να πω ότι στα μέρη τα δικά μας
γυρνάνε τώρα δύο γάτες νηστικές
όλη τη μέρα ακονίζουν νύχια για να ξεγελιούνται
κι άμα νυχτώσει ανοίγουν πάνω τους πληγές
Πήρα να πω ότι στα χρόνια τα δικά μας
αν κάτι αξίζει είναι η ατόφια αγκαλιά
παντού σειρήνες και δε θέλω το δικό τους καταφύγιο
πήρα να πω απ’ τα χαλάσματα ένα “γεια”
ΠAΙXΝIΔΙA
Από παιδί μ’αρέσαν τα παιχνίδια πολύ
τα ήσυχα που έχανα χωρίς να φρικάρω
μα πώς φοβάμαι τη μέρα που θα’ρθεις εσύ
και τα παιχνίδια ελέγχου μου σπασμένα τα πάρω
Γίναν αγάπες με είπανε τσιγγάνα, σκληρή
τρελή, ονειροπόλα, απατηλή, εξορισμένη
μα περιμένω τη μέρα που θα’ρθεις εσύ
κι αντί για ονόματα, απλά θα μου πεις όπου βγαίνει
Για μια στιγμή δε θα’χει κανείς μας κορμί [Στα όνειρά μου δεν έχεις σώμα]
θα’μαστε αέρας κι οι δυο, αέρας και μόνο [είσαι αέρας, ίδιος εγώ]
κι όπως θ’αγκαλιαζόμαστε σε ίσια γραμμή [στροβιλιζόμαστε πάνω απ’ το χώμα]
θα καταργούμε απόσταση, θα κλέβουμε χρόνο [κι όπως χορεύουμε]
Κι όπως στροβιλιζόμαστε πιο πάνω απ’τη γη [διακινδυνεύουμε]
κι όπως γινόμαστε ένα και θαμμένα τα εγώ μας [δυο λάθος βήματα]
θα προσγειωθούμε πάλι σαν παιδιά στη ζωή [κι ένα σωστό]